- ρεοστατικός
- -ή, -ό, Νβλ. ροοστατικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροοστατικός — και ρεοστατικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ροοστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheostatic < rheostat, βλ. λ. ρεοστάτης)] … Dictionary of Greek